Για μια στιγμή, για λίγο, μοιάζει οι 2 αυτοί πατεράδες να έχουνε τα ίδια άγχη, την ίδια κοινή αγωνία. Αυτή η ομοιότητα όμως δεν κρατάει πολύ…

Δύο πατεράδες με το παιδί τους αγκαλιά τρέχουν για να γλιτώσουν. Για μια στιγμή, για λίγο, μοιάζει να έχουνε τα ίδια άγχη, την ίδια κοινή αγωνία: να σωθούν αυτοί και η οικογένεια τους.
Αυτή η ομοιότητα όμως δεν κρατάει πολύ, ο ένας τρέχει για να ξεφύγει από την καταστροφή των διακοπών του, ο άλλος από την καταστροφή της ζωής του.
Ο ένας έχει μια “κανονικότητα” πίσω στο σπίτι, του άλλου η “κανονικότητα” δεν υπάρχει.
Τον τουρίστα τον περιμένει ένα αεροπλάνο και η φροντίδα κράτους και κατοίκων, τον πρόσφυγα-μετανάστη τον περιμένει το στρατόπεδο όταν δεν τον περιμένει η θάλασσα.
Για τον τουρίστα – πατέρα η περιπέτεια θα πάρει σύντομα τέλος, για τον άλλο πατέρα η περιπέτεια έχει αρχίσει από καιρό, και σίγουρα δεν μπορεί να δει φως στην άκρη του τούνελ.
Κοιτάς τις δύο φωτογραφίες και το ερώτημα προκύπτει μόνο του:
πότε αυτή η σχετική, η στιγμιαία ομοιότητα των δύο πατεράδων με τα παιδιά τους, πότε η πρόσκαιρα κοινή τους μοίρα θα τους κάνει να σκεφτούν αυτά που τους ενώνουν, πότε θα καταλάβουν πως πίσω από την μικρή η μεγάλη ταλαιπωρία τους βρίσκεται η ίδια βασική αιτία: ο πλούτος και η απληστία;