Η βραβευμένη συγγραφέας του βιβλίου «Το Νησί», τάσσεται κατά της εμπορευματοποίησης του νησιού…

«Θα ήμουν πολύ ευτυχής αν γινόταν να μου επιβεβαιώσει κάποιος πως δεν υπάρχουν και δε θα υπάρξουν ποτέ σχέδια εμπορευματοποίησης της Σπιναλόγκας κατά τρόπο επιζήμιο για τη μνήμη όσων έζησαν εκεί».
Τα παραπάνω τονίζει στην επιστολή της η βραβευμένη Βρετανίδα Συγγραφέας και Δημοσιογράφος Βικτόρια Χίσλοπ, με αφορμή τις αναρτήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας και μάλιστα σε Αθηναϊκά Μέσα, αναφορικά με την εξέταση σχεδίου ολοκληρωμένης διαχείρισης του χώρου της Σπιναλόγκας με συγκεκριμένες χρήσεις των κτιρίων στην βάση μιας βιώσιμης αναπτυξιακής αξιοποίησης από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η κ. Χίσλοπ, πληροφορούμενη την αρθρογραφία, γνωρίζοντας την πολύχρονη προσπάθεια του Δήμου Αγίου Νικολάου για την ένταξη της Σπιναλόγκας στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, σε επιστολή που έστειλε στον δήμαρχο, Αντώνη Ζερβό, εκφράζει την βαθιά ανησυχία της στην προοπτική οποιασδήποτε “ανάπτυξης” του νησιού – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει – «παρεκτός σε ότι θα αφορούσε την αναστήλωση των κτιρίων συμβάλλοντας στη διατήρησή τους, έτσι ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να περιηγηθούν με ασφάλεια και να φαντάζονται πώς μπορεί να ήταν η ζωή εκεί».
Αναλυτικά η επιστολή:
Αγαπητέ κ. Δήμαρχε
Διάβασα το άρθρο σας με το οποίο εκφράζετε τη βαθιά σας έγνοια σχετικά με τις προτάσεις για τη Σπιναλόγκα. Αισθάνομαι βαθιά ανήσυχη στην προοπτική οποιασδήποτε «ανάπτυξης» του νησιού, παρεκτός σε ό,τι θα αφορούσε την αναστήλωση των κτιρίων συμβάλλοντας στη διατήρησή τους, έτσι ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να περιηγηθούν με ασφάλεια και να φαντάζονται πώς μπορεί να ήταν η ζωή εκεί.
Η Σπιναλόγκα αποτελεί μνημείο των ψυχών που έζησαν και πέθαναν σε αυτή. Η λέπρα είναι ιάσιμη τώρα, όμως για χιλιάδες χρόνια όσοι προσβάλλονταν από αυτή ήταν οι απόβλητοι της κοινωνίας. Αυτό το νησί είναι σύμβολο του ανθρώπινου θάρρους και γνωρίζουμε από αληθινές ιστορίες όσων έζησαν εκεί, ιδιαιτέρως του κ. Ρεμουντάκη, πως είναι ένας τόπος όπου οι πάσχοντες αγωνίστηκαν με επιτυχία για τα ανθρώπινά τους δικαιώματα.
Όπως κι εσείς, έχω πάει στη Σπιναλόγκα δεκάδες φορές και σε κάθε μου επίσκεψη τα συναισθήματα μου επηρεάζονται στην ανάμνηση εκείνων των ανθρώπων. Και βλέπω τους επισκέπτες γύρω μου να αισθάνονται το ίδιο με μένα. Είναι ένας τόπος αναστοχασμού. Είναι επίσης ένας τόπος που υπενθυμίζει σε κάθε νοήμονα επισκέπτη να διαχειρίζεται όποιον υποφέρει από αναπηρία ή κακοτυχία με ευγένεια ψυχής. Για μένα, αυτό είναι το μήνυμα της Σπιναλόγκας: πως ένας άνθρωπος με λέπρα, με παραμορφωμένο πρόσωπο, λειψά άκρα, είναι κάποιος που τον βρήκε κακή τύχη, μα δε διαφέρει από εκείνους. Πρόκειται για ένα μήνυμα πού τώρα είναι το ίδιο σημαντικό όσο υπήρξε και πάντα.
Κατά τη δική μου πρώτη επίσκεψη το 2001, αισθάνθηκα την ευθύνη να διαδώσω το μήνυμα αυτό. Και το έπραξα με το μυθιστόρημά μου “Το Νησί”. Αν υπάρχει ένας λόγος για την παγκόσμια επιτυχία αυτού του βιβλίου (με πωλήσεις πολύ παραπάνω από οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα) αυτός είναι το ότι οι αναγνώστες ένιωσαν να τους αγγίζει το μήνυμα αυτό- δηλαδή ότι ο καθένας μας θα μπορούσε να είναι “λεπρός”. Νομίζω πως είναι και το γεγονός του ότι οι επισκέπτες στη Σπιναλόγκα πολλαπλασιάστηκαν από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο και τώρα είναι ένας τόπος όπου χιλιάδες ανθρώπων πραγματοποιούν ένα προσκύνημα για να αισθανθούν κάτι, εκτός από το απλώς να δουν κάτι.
Εάν ήταν να υπάρξει κάποια σοβαρή παρέμβαση στη Σπιναλόγκα, αυτή θα ήταν η εξής: να δημιουργηθεί μια ασφαλής προβλήτα για τα πλοία που θα επέτρεπε σωστή πρόσβαση για άτομα με αναπηρίες. Είναι κάτι για το οποίο ασκώ πίεση εδώ και καιρό. Αποτελεί βαθιά ειρωνεία το ότι οποιοσδήποτε με σωματική αναπηρία αδυνατεί να αποβιβαστεί και να την περιηγηθεί. Αυτό έχει κιόλας αργήσει υπερβολικά, ειδικά και με την τεράστια αύξηση της επισκεψιμότητας της οποίας χαίρει η Σπιναλόγκα την τελευταία δεκαετία.
Θα ήμουν πολύ ευτυχής αν γινόταν να μου επιβεβαιώσει κάποιος πως δεν υπάρχουν και δε θα υπάρξουν ποτέ σχέδια εμπορευματοποίσης της Σπιναλόγκας κατά τρόπο επιζήμιο για τη μνήμη όσων έζησαν εκεί. Ελπίζω ότι κάτι δεν κατανόησα σωστά».